- κρατηροφόρος
- κρα-τηροφόρος, ον,A bearing a bowl, Ῥέα Sch.Nic.Al.217.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρατηροφόρος — κρατηροφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει κρατήρα, αυτός που κρατά κρατήρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατήρ + φόρος (< φέρω), πρβλ. αθλο φόρος, ζωο φόρος] … Dictionary of Greek
κρατηροφόρου — κρατηροφόρος bearing a bowl masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)